χοντροδουλεύω

χοντροδουλεύω
χοντροδούλεψα, χοντροδουλεμένος
1. δουλεύω σκληρά.
2. φτιάχνω κάτι κακότεχνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χοντροδουλεύω — Ν 1. κάνω ένα σκληρό επάγγελμα 2. φτειάχνω κάτι βιαστικά και κακότεχνα 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χοντροδουλεμένος, η, ο ακαλαίσθητος, κατεργασμένος με άκομψο και άτεχνο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χοντροδουλεμένος — η, ο, Ν βλ. χοντροδουλεύω …   Dictionary of Greek

  • χοντροδουλευτής — ο, Ν [χοντροδουλεύω] 1. αυτός που κάνει σκληρή δουλειά 2. αυτός που φτειάχνει κάτι βιαστικά και κακότεχνα …   Dictionary of Greek

  • χοντροδούλευτος — η, ο, Ν [χοντροδουλευω] κακοφτειαγμένος, χοντροδουλεμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”